Μη με ξεχάσεις, όταν ξεχάσω…
Αλτσχάιμερ… η ασθένεια του εγκεφάλου.
Η κυρίαρχη νευροεκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου. Μια χρόνια, αργή, αρχικά και ραγδαία επιδεινούμενη, στα τελευταία της στάδια, νευροεκφυλιστική νόσος, που, μαζί με την έκπτωση της λειτουργικότητας του εγκεφάλου, συμπαρασύρει πλήθος άλλων κινητικών και αισθητηριακών λειτουργιών (ομιλία, προσανατολισμό, κιναισθητική ικανότητα και απώλεια ευαισθησίας, αδυναμία εκούσιας εκτέλεσης ενεργειών), όχι επειδή έχουν πληγεί τα αντίστοιχα συστήματα κίνησης και αίσθησης, αλλά επειδή και αυτά τα συστήματα ελέγχονται από τον εγκέφαλο.
Το κυρίαρχο σύμπτωμα, και αυτό που μας έρχεται συνειρμικά στο μυαλό και μόνο στο άκουσμα της λέξης Αλτσχάιμερ, είναι η απώλεια της μνήμης. Η σταδιακή απώλεια της βραχυπρόθεσμης μνήμης, αρχικά, αλλά σταδιακά η απώλεια της επεισοδιακής μνήμης, της μνήμης, δηλαδή, που ουσιαστικά αποτελεί τη νοητική αυτοβιογραφία μας. Ποιοι είμαστε, ποιοι είναι αυτοί οι γνωστοί – άγνωστοι που μας περιβάλλουν, ποια η πορεία μας, ποια η ιστορία μας…
Νόσος του εγκεφάλου; Σίγουρα ναι…
Αλλά μόνο του εγκεφάλου; Σίγουρα όχι…
Άγχος, κατάθλιψη, διέγερση, επιθετικότητα, αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης και πλείστα όσα ακόμα συναισθήματα, καταστάσεις και γενικευμένα συμπτώματα, ακολουθούν και συνοδεύουν τη νόσο αυτή που φαίνεται απλά να ξεκινάει στον εγκέφαλο, πριν ‘χτυπήσει’ στην καρδιά.
Και πως να μη χτυπήσει την καρδιά, άλλωστε…
Μια νοητή γομολάστιχα έρχεται και σβήνει μνήμες… μνήμες προσώπων, καταστάσεων, γεγονότων, σχέσεων, λέξεων, κινήσεων….
Αφήνοντας σε άδειο, σαρκίο κενό, που σε αντίθεση με άλλα κενά σαρκία, δε μπορεί καν να ελπίζει ότι θα γεμίσει ποτέ, αφού τίποτα δε διαρκεί και τίποτα δε μένει εντός του…
Αφήνοντας σε μόνο, που σε αντίθεση με άλλους μόνους, δε μπορεί καν να ελπίζει ότι θα του κρατήσουν παρέα οι μνήμες του, αφού τις έχει κι αυτές χάσει…
Αφήνοντας σε αβοήθητο, που σε αντίθεση με άλλους αβοήθητους, δεν μπορεί καν να ξέρει από ποιους να ζητήσει και να πάρει βοήθεια, αφού δε ‘γνωρίζει’ πια κανέναν…
Αφήνοντας σε. Απλά αφήνοντας σε… χωρίς δύναμη ν’ αντισταθείς στο άφημα…
Όχι, ούτε, καν, σαν ένα παντοδύναμο μωρό, που δεν ξέρει τίποτα, αλλά ρουφά και καταγράφει τα πάντα, περιτριγυρισμένο από ανθρώπους που με αγάπη, φροντίδα προσπαθούν να σου μάθουν τα πάντα, κατανοώντας ότι δε δικαιούσαι να τα γνωρίζεις. Μόνο σαν ένα αδύναμο ξεμωραμένο που πασχίζει να απορροφήσει πληροφορίες που είναι καταδικασμένος να ξεχάσει την επόμενη στιγμή… και περιτριγυρισμένο, συχνά, από ανθρώπους που με κούραση και απόγνωση προσπαθούν να σου θυμίσουν έστω κάτι, ‘απορώντας’ που τόσο γρήγορα το ξέχασες κι αυτό.
6 λεπτά απέχουμε όλοι από το θάνατο κι ακούσιες ανάσες μας κρατούν στη ζωή. Μαζί με εκούσιες επιθυμίες, όνειρα, στόχους και πρόσωπα που τη νοηματοδοτούν. Και τι είναι η ζωή αν δεν τη θυμάσαι? Τι είναι η καρδιά αν δε θυμάσαι για τι, για ποιον χτυπούσε και καρδιοχτυπούσε; Ακούσιες ανάσες χωρίς εκούσιο νόημα… μια ζοφερή ισόβια ποινή, αφού ακούσια καταδικάζεσαι σε εκούσια παραίτηση από μια ζωή χωρίς εκούσιες ή ακούσιες αναμνήσεις, όνειρα και συγκινήσεις… και μια αναπόδραστη φυλακή, που μέσα σε 4 τοίχους άλλοι ορίζουν τι είσαι, ποιος είσαι και πως θα ζήσεις. Κι ελπίζεις, απλά, αυτοί οι άλλοι, αυτοί οι άλλοι που δε θυμάσαι, καν, ποιοι είναι, να είναι τουλάχιστον τρυφεροί, ζεστοί, φροντιστικοί και παρόντες. Απλά ελπίζεις, αν δεν έχεις ξεχάσει ακόμα και να ελπίζεις.
Μυς κι η καρδιά και γυμνάζεται. Αλλά, αν το muscle memory του σώματος είναι η κίνηση, το muscle memory της καρδιάς, είναι η μνήμη. Αυτή η μαγική σύνδεση προσώπων, στιγμών, συναισθημάτων και νοημάτων, που αρκεί για να κάνει την καρδιά σου να χτυπήσει δυνατά, ν ’ανεβάσει παλμούς, να ‘χάσει’, ίσως, ένα παλμό, να φτερουγίσει και να ραγίσει ακόμα, αλλά να πάλλεται, όπως και να ‘χει, να πάλλεται, να δονείται, να νιώθει κι όχι απλά να χτυπάει. Πάρε τη μνήμη απ’ την καρδιά κι είναι μόνο ένα ρολόι που μετράει το χρόνο. Χρόνο κενό συγκινήσεων, χρόνο βουβό, που μόνος διαβαίνεις, χρόνο βουνό, που μόνος ‘ανεβαίνεις’, χρόνο που ξεχνάς να μετράς γιατί δε μετράει, πια, ο χρόνος σου. Κι η ευθεία γραμμή του τέλους, όταν η καρδιά γίνεται απλό μηχάνημα, έρχεται πολύ πριν η καρδιά σου μπει σε μηχάνημα. Γιατί, ίσως, όταν η ζωή γίνεται μηχανιστική, να βρίσκεσαι, ήδη, σε μηχανική υποστήριξη.
Αν έχεις βιώσει έστω και μια μέρα με κατάθλιψη, μια μέρα που το να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι δεν είχε καν νόημα, δε σου προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον, το να δεις γνωστά κι αγαπημένα πρόσωπα δε σου γεννούσε καμιά χαρά, φαντάσου να ξυπνάς και να μη θυμάσαι καν σε ποιο κρεβάτι είσαι και να μη θυμάσαι κανέναν αγαπημένο… να μη θυμάσαι, καν, ποιος είσαι και να μην ξέρεις, καν, αν θα έχεις τη σωματική δύναμη να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι για ν’ αντιμετωπίσεις αυτή την ίδια τη ζωή που τόσο άδεια, πια, προσώπων, συναισθημάτων και νοήματος μοιάζει ΝΑ είναι… ή, μάλλον, μοιάζει ΚΑΙ είναι.
Και δε μπορώ ούτε τολμώ, στ’ αλήθεια, να πω πως είναι να φροντίζεις κάποιον που αγαπάς και θυμάσαι ενώ εκείνος δε θυμάται ούτε εσένα, ούτε το αν σ’ αγαπά. Πόσο κόπο, θλίψη, αγωνία, απόγνωση, ματαίωση και ματαιότητα μπορεί να κρύβει και να κρύβεται σε όλο αυτό τον καθημερινό αγώνα, που πασχίζεις η γομολάστιχα που σβήνει τις μνήμες κάποιου δικού σου, να μην κλέψει και σβήσει και τις δικές σου, αφού αυτό που είσαι δεν είναι τίποτα, πια, για τον άλλο κι αυτό που νιώθεις για εκείνον, δεν έχεις πια μαζί του να το μοιραστείς. Λένε πως οι άνθρωποι πεθαίνουν, στ’ αλήθεια, μόνο όταν τους ξεχνάμε. Και ναι, μοιάζει με θάνατο να σ’ έχουν κι εσένα ξεχάσει. Αλλά σκέψου, για μια στιγμή, πόσο μοιάζει με θάνατο το εσύ ο ίδιος να σ’ έχεις ξεχάσει. Να μη θυμάσαι πως έζησες και να μην ξέρεις ΓΙΑΤΙ και ΓΙΑ ΤΙ ζεις. Και σκέψου πως είναι η μοναδική σου σχέση με τη ζωή να είναι κάποιος που εκείνος, τουλάχιστον, σε θυμάται… θυμάται, επιμένει και παραμένει… και παραμένει να επιμένει να θυμάται και να σου θυμίζει ποιος ήσουν, τι ήσουν και τι ακριβώς ήσουν και σήμαινες για εκείνον. Σκέψου πως για κάποιον που νοσεί, αυτός ο κάποιος μπορεί να είσαι εσύ… ο γιός του, η κόρη του, ο άνδρας ή η γυναίκα του, ο αδελφός, η αδελφή, ο φίλος, η φίλη του και μην τον ξεχνάς… μην τον ξεχάσεις ακόμα κι όταν σε ξεχάσει.
Εσύ, ο δικός του άνθρωπος, αν και για δικό του πια δε σε λογιάζει, μην τον ξεχάσεις. Μάζεψε τις δικές σου μνήμες για ν ’αναπληρώσεις τις δικές του, που σκορπούν. Φώτισε τις δικές σου μνήμες, για να καλύψεις τις δικές του, που σκοτεινιάζουν. Και δωσ’ του εσύ όσα, ίσως, δεν καταφέρει να σου ξαναδώσει. Γιατί ναι, ίσως δεν καταφέρει να σου ξαναδώσει το χάδι του, το γλυκό του λόγο, το γεμάτο νόημα βλέμμα του, αφού μέσα στο κενό μυαλό του που αδειάζει, λίγο λίγο, και την ψυχή του, δεν το δικαιούσαι καν, γιατί δε σε ‘ξέρει’ και δε σε θυμάται. Εσύ όμως τον ξέρεις… εσύ τον θυμάσαι… και να θυμάσαι: υπάρχουν εκείνοι που, χωρίς κανένα λόγο, (μας) ξεχνάνε ακόμα και εν ζωή… κι υπάρχουν κι εκείνοι που χρειάζονται να μην τους ξεχνάμε μόνο και μόνο για να κρατηθούν στη ζωή… κι εσύ, εγώ μπορεί, στ’ αλήθεια, να είμαστε ο μόνος (τους) λόγος…!
Γράφει η Έρρικα Δαρδάγου
Φοιτήτρια Ανασυνδυασμένης Συμβουλευτικής ΚΕ.ΘΕ.ΣΥ