Η σημασία της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας στη θεραπευτική διαδικασία.
Στην παιδιατρική εργοθεραπεία, συχνά μιλάμε για τεχνικές, εργαλεία, προσεγγίσεις και
πρωτόκολλα. Όμως πίσω από κάθε θεραπευτικό πλάνο, υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ: η
σχέση ανάμεσα στο παιδί και τον θεραπευτή του.
Μια σχέση παιδιού και θεραπευτή, όταν είναι αυθεντική και ασφαλής, γίνεται η πιο
ισχυρή μορφή παρέμβασης.
Το παιδί δεν δουλεύει με «τεχνικές», δουλεύει με ανθρώπους
Το παιδί δεν μπαίνει στη θεραπεία γνωρίζοντας τι σημαίνει “αισθητηριακή
επεξεργασία” ή “λεπτή κινητικότητα”. Μπαίνει με το συναίσθημά του. Με τις εμπειρίες
του από το σχολείο, το σπίτι, τους φίλους. Μπαίνει με επιτυχίες και απογοητεύσεις, με
φόβο, άγχος ή προσμονή.
Εκεί, ο ρόλος του θεραπευτή δεν είναι να «διορθώσει» το παιδί, αλλά να το συνδεθεί
μαζί του.
Η θεραπεία ξεκινά εκεί που το παιδί νιώθει ότι μπορεί να εμπιστευτεί. Ότι γίνεται
αποδεκτό όπως είναι με τα δυνατά του σημεία και τις δυσκολίες του.
Η εμπιστοσύνη ως βάση κάθε θεραπευτικής εξέλιξης
Όταν το παιδί νιώσει ότι ο θεραπευτής το βλέπει πραγματικά, χωρίς κριτική, ανοίγεται.
Μπορεί να αποτύχει, να προσπαθήσει ξανά, να δοκιμάσει νέους τρόπους. Η
εμπιστοσύνη είναι αυτή που του επιτρέπει να ρισκάρει. Και μόνο μέσα από αυτό το
«ρίσκο» μαθαίνει, ωριμάζει, αποκτά δεξιότητες.
Η σχέση παιδιού–θεραπευτή είναι κάτι ζωντανό· χτίζεται μέρα με τη μέρα, μέσα από
μικρές στιγμές:
ένα βλέμμα κατανόησης, ένα χαμόγελο ενθάρρυνσης, μια ήρεμη σιωπή όταν το παιδί
χρειάζεται χώρο.
Η συνέπεια, η σταθερότητα και η αποδοχή από τον θεραπευτή δημιουργούν το πλαίσιο
ασφάλειας μέσα στο οποίο μπορεί να ανθίσει κάθε παιδί.
Η ασφάλεια ως προϋπόθεση για μάθηση και αλλαγή
Δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς αίσθημα ασφάλειας. Αν το παιδί βιώνει πίεση, φόβο ή
ντροπή, ο εγκέφαλός του λειτουργεί σε «κατάσταση άμυνας». Δεν μπορεί να δεχθεί νέες
πληροφορίες, ούτε να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του. Αντίθετα, όταν το περιβάλλον
είναι ασφαλές, σταθερό και προβλέψιμο, το παιδί ηρεμεί. Το νευρικό του σύστημα
ρυθμίζεται και ενεργοποιείται η περιέργεια, η εξερεύνηση, η μάθηση. Η ασφάλεια
λοιπόν δεν είναι «συναισθηματική πολυτέλεια», είναι νευρολογική ανάγκη.
Η σχέση ως θεραπευτικό εργαλείο
Ο θεραπευτής γίνεται ο «καθρέφτης» μέσα από τον οποίο το παιδί βλέπει ότι αξίζει, ότι
μπορεί. Η σχέση τους δεν είναι μονοδιάστατη. O θεραπευτής προσαρμόζεται συνεχώς,
«συναντά» το παιδί εκεί που βρίσκεται στο ρυθμό του, στις δυνατότητές του, στα
συναισθήματά του. Κάποιες φορές, η πρόοδος δεν φαίνεται μέσα από το πόσο καλά
έγραψε το παιδί ή πόσο σωστά έδεσε τα κορδόνια του. Φαίνεται μέσα από το πώς
εμπιστεύτηκε, πώς ρύθμισε τα συναισθήματά του, πώς βρήκε χαρά στη διαδικασία.
Και αυτή η εσωτερική αλλαγή είναι το θεμέλιο για κάθε εξωτερική δεξιότητα που θα
ακολουθήσει.
Ένα πλαίσιο που «κρατά»
Η σχέση παιδιού–θεραπευτή λειτουργεί σαν ένα ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο το
παιδί μπορεί να πειραματιστεί, να εκφραστεί, να κάνει λάθη, να ανακαλύψει τον εαυτό
του. Η συνέπεια του θεραπευτή, η ειλικρίνεια και η ευαισθησία του απέναντι στα
σημάδια του παιδιού, είναι αυτά που «κρατούν» τη διαδικασία. Η θεραπεία δεν είναι
ποτέ «μηχανική». Είναι μια ανθρώπινη συνάντηση που αγγίζει σώμα, νου και
συναίσθημα. Και μέσα από αυτή τη συνάντηση, το παιδί μαθαίνει όχι μόνο να κάνει
πράγματα καλύτερα μαθαίνει να πιστεύει ότι μπορεί.
Κλείνοντας
Η σχέση είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό εργαλείο της θεραπείας.
Όταν το παιδί νιώθει εμπιστοσύνη, όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν. Η ασφάλεια ανοίγει
τον δρόμο για τη μάθηση, την ανάπτυξη, τη συμμετοχή, τη χαρά. Και τελικά, η
θεραπευτική διαδικασία δεν είναι απλώς μια σειρά από δραστηριότητες είναι μια
πορεία σχέσης που βοηθά το παιδί να νιώσει ότι αξίζει, ότι μπορεί, και ότι δεν είναι μόνο
του.
